- ηδυπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που έχει ροπή προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος, ακόλαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἡδυπαθής — living pleasantly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
ἡδυπαθῆ — ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθές — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem voc sg ἡδυπαθής living pleasantly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθοῦς — ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθῶς — ἡδυπαθής living pleasantly adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ἡδυπαθεῖ — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἡδυπαθής living pleasantly… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυπαθεῖς — ἡδυπαθέω live pleasantly pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem acc pl ἡδυπαθής living pleasantly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek